Αρκετά ενδιαφέρον στο εν λόγω πόνημα το οποίο θα χρησιμοποιηθεί για την περιγραφή του Θιακού γλωσσικού ιδιώματος, είναι το γεγονός πως ο συγγραφέας του χρησιμοποιεί τους αγγλικούς φθόγγους "b", "d" και "g" για να αποδώσει σωστότερα την προφορά των λέξεων, κάτι το οποίο προσωπικά με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο μια και οι ελληνικοί φθόγγοι δεν μπορούν να αποδώσουν κάποιες λεκτικές αποχρώσεις (πχ, η λέξη "κάμπος", ενώ γράφεται με μπ, προφέρεται "b". Κακώς κατά την άποψη μου και το καταλαβαίνουμε αυτό αν δούμε πόσες διαφορετικές προφορές υπάρχουν αν γράψουμε στα αγγλικά : kampos, kabos, kambos) .
Αξιοσημείωτο επίσης είναι ότι οι φθόγγοι αυτοί χρησιμοποιούνται σε όλες τις περιπτώσεις, ακόμη και όταν στην πορεία της φράσης, μία καθ' όλα κανονική φράση, θα διαβαζόταν "χοντραίνοντας" το γράμμα κάποιας λέξης. Για παράδειγμα, η λέξη "καδινάτσος", στη φράση "βάλε καλά τον καδινάτσο" γίνεται "βάλε καλά το gαδινάτσο".
Η παράθεση θα γίνει στα πρότυπα της κατηγοριοποίησης του βιβλίου μια και θεωρώ πως αυτή είναι αρκετά καλή.
Ενδυμασία και υπόδυση
Λάνα : Μάλλινο μαντύλι κεφαλής. Επίσης, μάλλινη κλωστή για κέντημα (πχ, "αγόρασα γε μου μια λάνα να dη φορέσω τα Χριστόεννα". "Πάρε μου τσι λάνες που σού'πα από του Ναπολέων").
Ποδολόα : Κομμάτι ύφασμα που έχει στριφτεί σε σχήμα κουλούρας και τοποθετείται στην κορυφή του κεφαλιού ώστε να μπορέσει η γυναίκα να φορτωθεί τη στάμνα ή κάποιο άλλο βάρος (πχ "δο μου ένα πανί να κάμω μια ποδολόα που θα φέρω τη στάμνα")
Σκορδοποδολόα : Ποδολόα κατασκευασμένη από πλεξίδες σκόρδων, δλδ απ' τα ξερά φύλλα τους. Η διαφορά με την κοινή έγκειται στο ότι η μία (σκορδοποδολόα) είναι από πριν κατασκευασμένη για τον σκοπό αυτό και για πολλές χρήσεις, ενώ η άλλη προχείρως και για την συγκεκριμένη στιγμή.
Τσιπούνι : Εσωτερικό ένδυμα του θώρακα παιδιών και γυναικών (πχ "εγώ δεν ακούω μόδες, πάρι φορώ από μέσα το τσιπούνι μου").
Μιγρέα : Ανδρική ζακέτα/ρεντιγκότα
Πούρσα : Tσέπη.
Σκαλτσούνι : Κάλτσα
Kobi : Κουμπί
Άζουλα : Κόμπιτσα. Αυτή αποτελείται από δύο τεμάχια, την αρσενική και τη θηλυκή.
Σφίgλα : Η κοινή μικρή καρφίτσα
Ασπρόσκουτα : Ασπρόρουχα
Συρταρόλι : Παντόφλα ανοιχτή στο πίσω μέρος.
Σατέμι : Σατέν
Σώμα
Φλοκί : Στρογγυλή τούφα μαλλιού κεφαλής, ενίοτε και μαλλιού για γνέσιμο (πχ "πώς καμαρώνει με κείνο το φλοκί που τσί κρέμεται", "πήρα ένα φλοκί, το έβαλα στη ρόκα και άρχισα να γνέθω")
Αητός : Μαλλί (κεφαλής) που στρίβει ακτινοειδώς.
Στόμας : Στόμα. Στη γενική : του στόμα. (πχ "να μην σωπαίνει διόλου ο στόμας του!").
Κατακλείδι : Η κάτω σιαγόνα. Στην περίπτωση του γάιδαρου το δέσιμο του φίμωτρου, καπιστριού.
Τσόκος : Εξόγκωμα στο μέσο του υνιακού οστού στο πίσω κάτω μέρος της κεφαλής. Επίσης, το πέος.
Σφαή : Ο λαιμός, κυρίως το πίσω μέρος του αλλά και ολόκληρος. Η λέξη βγαίνει φυσικά απ' το ρήμα "σφάζω" και σχετίζεται με την σφαγή των ζώων (πχ "μου πονεί η σφαή μου")
Γούργουρο : Το εμπρός μέρος του λαιμού μετά τους αδένες.
Καρίκι : Το μήλο του Αδάμ
bουρνιδόρος : Το πέος (πχ "σα bεθάνω θα σ' αφήκω το bουρνιδόρο μου κληρονομιά) (σημ. : απίστευτοι οι παλαιότεροι ώρες ώρες!)
Αρκίδια : Όρχεις. Αυτό που αξίζει να σημειωθεί εδώ (και γι' αυτό συμπεριλήφθη η λέξη αυτή) είναι ότι ενώ το -ρχ- προφέρεται κανονικά σε άλλες λέξεις, πχ έρχομαι, αρχινάω, κλπ, εδώ δεν συμβαίνει.
Ποδάρια : Πόδια
Αρτσίκλα : Ολόκληρο το πόδι. Συνήθως αναφέρεται σε μεγάλα και μακριά πόδια.
Άdζα : Κνήμη, γάμπα (πχ "είδες πως εχοdρήνανε οι άdζες της?").
Έgλιση : Αδένες, ελιές.
Υγιεινή και ομορφιά
Νίβομαι : Πλένω το πρόσωπο μου (πχ "αφού νίφτηκες δεν έριχνες και λίγο νερό στο κεφάλι σου?)
Φκιασίδι : Make up.
bλούτρα ή bλούδρα : Πούδρα
Σπίτι
Κάμαρα : Δωμάτιο
Μετζάος/μετζάο : Το ισόγειο του σπιτιού.
Πορτόνι : Ο πυλώνας μάντρας ή κήπου οικίους (μικρή πορτούλα δλδ).
Πόρτεο : Το εξωτερικό πορτόνι της οικίας.
Μπασά : H είσοδος γενικά
Παρεθύρι : Παράθυρο
Μότζος : Εξώστης
Σκαλούνι : Σκαλοπάτι
bαλαούστρος/bαλαούστρο : Το στήριγμα για να ανέβει κάποιος τη σκάλα.
Αναgαίος/αναgαίο : Απόπατος. Να σημειώσουμε εδώ ότι όπως και σε άλλες περιοχές, αυτός συνήθως ήταν εξωτερικός.
Μαριdιάνα : Ηλιακό ρολόι
Μοροφίντο : Εσωτερικός τοίχος κατασκευασμένος συνήθως από σανίδια απλώς ασπρισμένα ή καλυπτόμενα από τα δύο μέρη με στρώμα αμμοκονιάματος (πχ "οι τοίχοι του σπιτιού δεν έχουνε φόβο αλλά τα μοροφίντα τα φοβάμαι").
Πατερό : Δοκός που υποβαστάζει πατώματα και στέγη.
Αναμινάλε : Παραθυράκι το οποίο εξέχει απ' τη στέγη σαν ξεχωριστός οικίσκος.
bουχαρί : Το μπουρί, ο σωλήνας που βγαίνει ο καπνός της κουζίνας.
Αναφορός : Η τρύπα που βγαίνει ο καπνός της κουζίνας όταν δεν υπάρχει bουχαρί. Συνήθως, ο αναφορός έχει ένα κεραμίδι στην τρύπα το οποίο μόλις σηκωθεί κλείνει η τρύπα και αντιθέτως, όταν γυριστεί προς τα κάτω, ανοίγει.
Αdηγός : Το αυλάκι που σχηματίζεται πίσω απ' το σπίτι όταν αυτό είναι σε πλαγιά βουνού (όπως τα περισσότερα παλιά σπίτια δλδ). Κατόπιν, με την ίδια λέξη εννοούσαν την στενή αυλή, το καντουνάκι πίσω απ' το σπίτι όπου ήταν ο απόπατος, το πλυσταριό ή/και το κοτέτσι. Ατσούπι : O μικρός πλάγιος και χωρίς παράθυρα τοίχος σπιτιού το οποίο έχει αντιθέτως μεγάλη πρόσοψη.
Κλειδωνιά : Κλειδαριά.
Καδινάτσος : Μεγάλος σύρτης για να κλείνουν οι εξώπορτες.
bλουτσούνι : Σιδερένιο εργαλείο το οποίο τοποθετείται στην άκρη του καδινάτσου, περνά αυτόν και την πόρτα και κλειδώνει με κλειδαριά.
Σαγιαδόρος : Μικρός και αδύνατος σύρτης (κυρίως σε εσωτερικές πόρτες).
Φουdραδόρος : Ξύλινος μοχλός που στερεώνει την πόρτα από πίσω αντί σιδερένιου σύρτη (καδινάτσου).
Καδινέλα : Επίμηκες ξύλο. Ιδιαιτέρως, αυτό που στερεώνει απ' έξω τα παραθυρόφυλλα.
Μύλοι : Σιδερένια στηρίγματα των παραθυρόφυλλων όταν αυτά είναι ανοιχτά.
Ρεστέλο : Χαμηλό κιγκλίδωμα σκάλας.
Ταβλάδο : Σανίδωμα πάνω απ' τη σκάλα που σχηματίζει μεγάλο κιβώτιο.
Ρετσέβερη : Η αίθουσα υποδοχής. "Η κάμαρα η ρετσέβερη" = σαλόνι, αίθουσα υποδοχής.
Καβελαριά : To ψηλότερο μέρος της στέγης. Οι στέγες είναι δύο ειδών, αυτές με δύο πλευρές που ενώνονται σε μία καβελαριά (δίρριχτες) ή με τέσσερις πλευρές που ενώνονται σε μία κορυφή (τετράρριχτες). Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν όσα κτίσθηκαν από παλαιούς κατοίκους του νησιού ενώ στη δεύτερη όσα κτίσθηκαν από πρόσφυγες της υπόλοιπης Ελλάδας οι οποίοι πήγαν στο νησί κατά την Επανάσταση του 1821.
Σούγελο : Υδρορροή από λευκοσίδηρο. Αυτά είχαν κατάληξη στις στέρνες.
Φυρίδα : Τετράγωνη τρύπα στον τοίχο, σχηματισμένη είτε από την άκρη δοκού είτε από άλλο λόγο. Η λέξη βγαίνει από το "θυρίδα", το "θ" της οποίας έγινε "φ".
Σταχτοφυρίδα : Το κενό κάτω απ' τη γωνία του μαγειρείου και κάτω απ' το φούρνο όπου ρίχνεται η στάχτη και τα ξύλα.
Λότζα : Σπιτάκι με στέγη που έχει μόνο μία πλευρά, χωρίς καβελαριά δλδ (μονόρριχτο). Τέτοιου είδους κατασκευές υπήρχαν/ουν συνήθως στα κτήματα για να μένουν ζώα ή να φυλάγονται εργαλεία, κλπ.
Παράσπιτο : Μικρό σπίτι πλάι στο μεγάλο. Αχούρι για τα ζώα κοντά στο σπίτι που μένουν οι άνθρωποι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου